Eretria Harbour Project
H γένεση του έργου
Το αρχαίο λιμάνι της Ερέτριας είχε ανέκαθεν προκαλέσει το ενδιαφέρον των ερευνητών. Στις αρχές του περασμένου αιώνα, ο μηχανικός Αθανάσιος Σ. Γεωργιάδης, στη μελέτη του για τα ελληνικά λιμάνια της αρχαιότητας, κατέγραψε και σχολίασε τα τότε ορατά παράκτια κατάλοιπα. Τεκμηρίωσε αρκετά τμήματα του οχυρωματικού τείχους, έναν πύργο και το μεγάλο λιμενοβραχίονα που οριοθετούσε το δυτικό άκρο του όρμου. Τα σχηματικά σχέδια που παρείχε αποτελούν τις μοναδικές αρχαιολογικές καταγραφές των ερειπίων πριν από τις ανακατασκευές του λιμανιού τη δεκαετία του 1960, οι οποίες τα άλλαξαν σημαντικά. Τα ίδια ερείπια φωτογραφήθηκαν και μελετήθηκαν από τον Έλληνα αρχαιολόγο Ευάγγελο Καμπούρογλου το 1989 στο πλαίσιο γεωλογικής του έρευνας του βυθού. Η εξέλιξη της ακτογραμμής της Ερέτριας διευκρινίστηκε περαιτέρω το 2016 μέσα από μια διεπιστημονική δημοσίευση υπό την καθοδήγηση του Mathieu Ghilardi (CNRS). Οι μελέτες αυτές παρείχαν ένα γενικό περιβαλλοντικό πλαίσιο για τις αρχαίες λιμενικές εγκαταστάσεις, η καλύτερη κατανόηση των οποίων απαιτεί ολοκληρωμένη αρχαιολογική έρευνα.
Ερευνητικό πρόγραμμα του αρχαίου λιμένα της Ερέτριας (2024–2026)
Το ερευνητικό πρόγραμμα του λιμένα Ερέτριας, μια συνεργασία μεταξύ της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων (EEA), της Ελβετικής Σχολής Αρχαιολογίας στην Ελλάδα (EΑΣΕ) και του Ιδρύματος Octopus, στοχεύει στην τεκμηρίωση και διατήρηση αυτών των απειλούμενων λιμενικών καταλοίπων. Το τριετές έργο ξεκίνησε το 2024 υπό τη διεύθυνση της Ελένης Μπάνου και του Sylvian Fachard, με επίκεντρο τον συστηματικό καθαρισμό και χαρτογράφηση των βυθισμένων και παράκτιων κατασκευών, καθώς και την τεκμηρίωση του βυθού μέσω βαθυμετρικών ερευνών. Η ομάδα πεδίου αποτελείται από μέλη της ΕΕΑ, του Ιδρύματος Octopus, καθώς και από φοιτητές ελβετικών πανεπιστημίων υπό την επίβλεψη της ΕΑΣΕ. Εκτός από την έρευνα στον πεδίο, το έργο προσφέρει στους φοιτητές εκπαίδευση στις τεχνικές της υποβρύχιας αρχαιολογίας.
Μια σημαντική έκταση
Η αρχαία πόλη της Ερέτριας αξιοποίησε πλήρως την πρόσβασή της στη θάλασσα, τόσο για εμπόριο όσο και για την ίδρυση αποικιών στη Μεσόγειο. Η τοποθεσία της στη βόρεια ακτή του Ευβοϊκού Κόλπου της επέτρεψε να ελέγχει το πέρασμα μεταξύ της Αττικής και της Βόρειας Ελλάδας. Στον βορρά και τον νότο, οι οροσειρές της Εύβοιας και της Αττικής διευκόλυναν την πλεύση μέσα από τον πορθμό του Ευρίπου. Προστατευμένη από τα ανατολικά ρεύματα από την φυσική ακτογραμμή αλλά και τη χερσόνησο «Πεζονήσι», οι Ερετριείς έκλεισαν τον δυτικό όρμο κατασκευάζοντας ένα λιμενοβραχίονα που ξεπερνά τα 600 μέτρα. Ο αρχαίος λιμένας αντιστοιχεί σχεδόν πλήρως με το σύγχρονο λιμάνι, με επιφάνεια που ξεπερνά τα 70 εκτάρια, αντίστοιχη με εκείνη της αρχαίας πόλης. Για την εξερεύνηση και τεκμηρίωση αυτής της εκτεταμένης περιοχής, έχουν διεξαχθεί εναέριες και υποβρύχιες έρευνες με την τεχνική υποστήριξη του Ιδρύματος Octopus. Η πρώτη εκστρατεία που διενεργήθηκε το 2024 επικεντρώθηκε στο δυτικό τμήμα του λιμανιού, το οποίο έχει επηρεαστεί λιγότερο από τις σύγχρονες κατασκευές, εκτός από την εν μέρει τσιμεντοστρωμένη προβλήτα. Η επόμενη εκστρατεία, προγραμματισμένη για το καλοκαίρι του 2025, θα καλύψει το ανατολικό τμήμα, που παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητο.
Μνημειώδη κατάλοιπα
Οι εργασίες καθαρισμού αποκάλυψαν την επέκταση της θαλάσσιας οχύρωσης της πόλης. Ο λεγόμενος πύργος «Γεωργιάδη», ενσωματωμένος πλέον σε μια παραθαλάσσια πολυτελή κατοικία, και τα βυθισμένα τμήματά της έχουν χαρτογραφηθεί τοπογραφικά. Οι διαστάσεις των λίθινων δόμων αντιστοιχούν με εκείνες που χρησιμοποιήθηκαν σε άλλες οχυρώσεις της Ερέτριας κατά την Ελληνιστική περίοδο. Μια ακόμη αρχαιολογική μελέτη τεκμηρίωσε επίσης τη διάβρωση ενός τμήματος της οχύρωσης που βρίσκεται στην παραλία και είχε σχεδιαστεί το 1984. Αρχαίοι δόμοι εντοπίζονται επίσης σε δεύτερη χρήση σε σύγχρονες γειτονικές προβλήτες.
Το νότιο τμήμα οροθετείται από έναν κυματοθραύστη 130 περίπου μέτρων, εγκατεστημένο σε βάθος μεταξύ 2,5 και 3 μέτρων. Ο καθαρισμός ενός μέρους αυτής της κατασκευής αποκάλυψε την παρουσία αρχιτεκτονικών λίθων ενσωματωμένων στο μεγαλύτερο μέρος της κατασκευής. Στα δυτικά, εκτός της οχυρωμένης ζώνης, ο αρχαίος λιμενοβραχίονας είναι ορατός σε μήκος πάνω από 300 μέτρα, και σε βάθος από 2,5 έως 3,5 μέτρα. Μια ωοειδής, γωνιώδης κατασκευή είναι διακριτή στο νότιο άκρο του, η λειτουργία της οποίας παραμένει ασαφής. Αν και στην αρχαιότητα θα ήταν ορατό, σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος του λιμενοβραχίονα βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Για περισσότερες πληροφορίες